μεταστέλλω

μεταστέλλω
και ματαστέλνω (Μ μεταστέλνω και ματαστέλνω)
ξαναστέλνω, στέλνω για δεύτερη φορά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεταστέλνω — μεταστέλλω (ΑΜ) (το μέσ.) μεταστέλλομαι στέλνω και προσκαλώ κάποιον αρχ. (το ενεργ.) ανακαλώ, επαναφέρω, παλινορθώνω …   Dictionary of Greek

  • μετάσταλσις — μετάσταλσις, ἡ (Α) [μεταστέλλω] πρόσκληση …   Dictionary of Greek

  • στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”